θηλύνους

θηλύνους
θηλύνοος
of womanish mind
masc/fem nom pl
θηλύνοος
of womanish mind
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θηλύνους — θηλύνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει γυναικεία μυαλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + νους (< νους), πρβλ. βραδύ νονς, σύν νους] …   Dictionary of Greek

  • θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • ԻԳԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0844 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 11c, 12c, 13c չ. θηλύνομαι, ἑκθηλύνομαι effeminor, emollior. ուստի իգացեալ. θηλύνους effeminatus μαλακός mollis. լինել որպէս զէգ մեղկ եւ թոյլ. կնատիլ. ... *Որ ոչն իգանայ, եւ ոչ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”